- χαλαρώ
- -όω, ΜΑβλ. χαλαρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαρῷ — χαλαρός slack masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαρώνω — χαλαρῶ, όω, ΝΜΑ [χαλαρός] 1. καθιστώ χαλαρό κάτι, ξεσφίγγω 2. μετριάζω την ένταση νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) γίνομαι χαλαρός («χαλάρωσε το σχοινί») β) γίνομαι πλαδαρός («χαλάρωσε το δέρμα μου») 2. μτφ. α) μειώνεται η έντασή μου (α. «χαλάρωσαν οι… … Dictionary of Greek